-
1 σκιερός
A shady, giving shade,ἐν νέμεϊ σκιερῷ Il.11.480
;ἄλσος ὕπο σκιερόν Od.20.278
;σκιαρόν τε φύτευμα Pi.O.3.18
;σκιεροῖσιν ὑφ' ἕρνεσιν Ibyc.1.5
;σκιερᾷ δάφνᾳ E.IT 1246
(lyr.);ὦ σκιερὰ φυλλάς Id.Fr. 308
(anap.);ὄρος σκιερόν Ar.Av. 349
(lyr.); σκιεροῖσι πόθοισι longings for the shade, Opp.H.4.438.2 shady, in the shade,σκιεροὺς θώκους Hes.Op. 574
;ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν Pi.O.3.14
;ἀνάπαυλαι σκιαραί Pl.Lg. 625b
.3 dark-coloured, Gal.17(1).655;τὸ σ. μέλαν φαίνεται Arist.Col. 791a23
;σκιερῆς ἄνθος ὀπώρης AP6.154
(Leon. or Gaet.);φρίκῃ σ. θάλαττα Alciphr.1.17
;κεῖται ὑπὸ σκιερὰν Σύρου κόνιν IG12(5).675.5
([place name] Syros), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιερός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский